-
1 ἰθύς
Aἰθέα Hdt.2.17
, Eus.Mynd.63 (but ἰθείης, ῃ, αν are prob. in oblique cases)<*> [comp] Comp. ἰθύντερος Hdn.Gr.2.927: [comp] Sup. ἰθύντατος or - ύτατος (v. infr.):—[dialect] Ion. and [dialect] Ep. form of [dialect] Att. εὐθύς:1 straight, used by Hom. in this sense only in Adv. ἰθύς (infr. 11); ἰθείῃ τέχνῃ straightway, forthwith, Hdt.9.57;ἰθέα ὁδός Id.2.17
; ἰθεῖαν (sc. ὁδόν) straight on, Id.7.193; ἐκ τῆς ἰθείης outright, openly, Id.2.161, al.;ἰ. ἀτραπός Nic.Th. 265
, cf. AP10.3;ἰθύντατον ἴχνος D.P.651
;γραφίδες ἰθύταται AP6.63
(Damoch.); ἰθύτατον ὄρος steepest, App.Hisp.1.2 in moral sense, straight-forward, just, εἰ δ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς δικάσω,.. ἰθεῖα γὰρ ἔσται [ἡ δίκη] Il.23.580;ἰθείῃσι δίκῃσιν h.Cer. 152
, Hes.Th.86, cf.Op.36; opp. σκολιαὶ δίκαι, ib. 224: in [comp] Sup. Adv., δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν to give judgement the most fairly, Il. 18.508; laterοὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν Thgn.535
;πρήξιες ἰθύτεραι Id.1026
;Δίκα ἰθεῖα B.14.54
;ἰθύς τε καὶ δίκαιος Hdt.1.96
; λόγος ἰ ib. 118.II ἰθύς, or less freq. ἰθύ, as Adv., straight at, mostly c. gen. objecti,βῆ ῥ' ἰθὺς Διομήδεος Il.5.849
, cf. 16.584; ἰθὺς κίεν οἴκου went straight towards the dwelling, 24.471, cf. Od.15.511;ἰθὺ βέλος πέτετ' οὐδ' ἀπολήγει Il.20.99
;ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου Hdt.4.89
; , cf. 6.95, al.; ;ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἔκιον Il.12.137
;ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης Hdt.5.64
.2 abs., ἰθὺς φρονέων resolving to go straight on, Il.12.124, cf. 13.135;ἰθὺς μεμαώς 11.95
, etc.; of a bird's flight, SIG1167.7 (Ephesus, vi B.C.); ἰθὺς μαχέσασθαι to fight face to face, Il.17.168;μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον 5.506
; also τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ (v.l. πρὸς ἰθύν, cf. sq.) he fronted him face to face, 14.403; κατ' ἰθὺ γούνασιν opposite, i.e. vertically below, the knees, Hp.Off.3; of Time, straightway, Hdt.3.58.3 regul. Adv.ἰθέως Id.2.121
.β, al.;πλέειν ἰθέως ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον Id.8.108
.------------------------------------1 ἀν' ἰθύν,= against, πρὸς ῥόον ἀΐσσοντος ἀν' ἰθύν against the stream, Il.21.303; ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο in throwing straight upwards, Od. 8.377; πρὸς ἰθύν v.l. in Il.14.403.2 enterprise,οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ' ἰθύν Od.4.434
; ; γυναικῶν γνώομεν ἰθύν their mood, designs, Od.16.304; ἐμὴν ἰ. dub. in h.Ap. 539.
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek